Του Γιώργου Λαουτάρη
Oι συζητήσεις για τα καλλιτεχνικά έργα συνήθως δεν τελειώνουν ποτέ. Είναι κι αυτή μια από τις θετικές επιδράσεις της τέχνης στη ζωή των ανθρώπων, το να διαφωνούν για το ωραίο στον χώρο και το ρόλο του. Στην περίπτωση ωστόσο του γλυπτού που επιμελήθηκε ο Κωστής Γεωργίου και τοποθετήθηκε στην παραλία του Παλαιού Φαλήρου, την κόκκινη μορφή με το όνομα Phylax, η διχογνωμία ως προς την καλλιτεχνική αξία του έργου ξέφυγε. Οι αντιδράσεις σκληροπυρηνικών πιστών, ορισμένοι από τους οποίους πέταξαν λευκές μπογιές στο άγαλμα, ενώ άλλοι μετά από λιτανεία εικόνων κατέληξαν να το ραντίσουν με αγιασμό, δείχνουν ότι αν μη τι άλλο κάτι δεν έγινε σωστά σε αυτή την περίπτωση.
Δεν θα υπεισέλθουμε σε θέματα αισθητικής αξιολόγησης του έργου. Άλλωστε, η ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης είναι ένα εκ των ων ουκ άνευ συστατικό κάθε δημοκρατικής πολιτείας μετά τον Διαφωτισμό και ειδικά στην εποχή μας και στη χώρα μας. Αλίμονο αν υπήρχε ένας ηθικός αστυ-φύλαξ για κάθε γλυπτό τύπου Phylax που ξέφευγε από τα συνηθισμένα.
Εκτός όμως από την κριτική της τέχνης, υπάρχει και η κριτική των διοικητικών αποφάσεων. Διότι αν ο Δήμος Παλαιού Φαλήρου, όπως και άλλοι Δήμοι της παραλίας, είχαν τηρήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες για την κατασκευή μνημείων και δεν κατέφευγαν σε νομικά παραθυράκια για να δικαιολογήσουν τις μονομερείς τους επιλογές, τότε η αναστάτωση αυτή πιθανότατα θα είχε αποφευχθεί.
Από το 1980 ισχύει η νομοθεσία για την κατασκευή μνημείων και καλλιτεχνικών έργων στους δημόσιους χώρους. Σύμφωνα με αυτήν (ΠΔ 28/1980, άρθρο 9), “η ανάθεσις κατασκευής μνημείων, ηρώων και εν γένει καλλιτεχνικών έργων, ενεργείται κατόπιν δημοσίου καλλιτεχνικού διαγωνισμού δι’ αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου εγκρινομένης υπό του Νομάρχου”.
Η νομοθεσία αυτή συμπληρώθηκε το 1981 (ΠΔ 118/1981) όταν ορίστηκε ότι “η κρίσις […] των καλλιτεχνικών έργων προϋπολογισμού αντικειμένου συμβάσεως μέχρι ποσού 1.000.000 δραχμών, γίνεται υπό επιτροπής συγκροτούμενης υπό του Νομάρχου, των δε έργων προϋπολογισμού μεγαλυτέρου των ανωτέρω ποσών, υπό του Υπουργού των Εσωτερικών”. Το ίδιο Προεδρικό Διάταγμα όρισε επίσης ότι “δι’ έργα καλλιτεχνικά ανατιθέμενα άνευ διαγωνισμού κατά το νόμο 1065/1980, προηγείται γνωμάτευσις περί της αισθητικής αρτιότητας των έργων, υπό επιτροπής συγκροτούμενης κατά τα ανωτέρω”.
Στη χώρα μας λειτουργεί από το 1944 το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών, ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου του Υπουργείου Πολιτισμού, που αποτελεί σύμφωνα με τη νομοθεσία το μοναδικό θεσμικό συμβουλευτικό φορέα της πολιτείας πάνω στα εικαστικά θέματα. Οι Επιτροπές Αισθητικής Αρτιότητας που κατά τον νόμο πάντα πρέπει να συγκροτούνται πριν ανεγερθεί οποιοδήποτε καλλιτεχνικό μνημείο στο δημόσιο χώρο, έχουν στη σύνθεσή τους κάποιους καλλιτέχνες που ορίζει το Επιμελητήριο αυτό. Συνήθως οι Επιτροπές αυτές είναι πενταμελείς με την πλειοψηφία των μελών να προέρχονται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Ένα είναι σίγουρο: Ο Δήμος Παλαιού Φαλήρου ουδέποτε απευθύνθηκε στο Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών. Σύμφωνα μάλιστα με τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης, το θέμα του μνημείου δεν συζητήθηκε καν στο Δημοτικό Συμβούλιο. Η δωρεά του καλλιτέχνη που δεν ζήτησε αμοιβή και οι χορηγίες που συγκεντρώθηκαν για τα έξοδα χύτευσης του γλυπτού χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για να μείνει η υπόθεση αυτή …ιδιωτική.
Ο Δήμαρχος Παλαιού Φαλήρου προ μηνός εξέδωσε μια εκτενή γραπτή απάντηση στις επικρίσεις που δέχτηκε το συγκεκριμένο γλυπτό. Πρόκειται μάλλον για μια καλλιτεχνική απόδοση των πηγών έμπνευσης του γλύπτη, που καταλήγει στην εξής θέση: “Η τοποθέτηση έργων τέχνης σε δημόσιους χώρους, με τις ευγενικές μάλιστα χορηγίες δωρητών και καλλιτεχνών, μόνο θετικές επιδράσεις μπορεί να επιφέρει, καθώς αφυπνίζει και καλλιεργεί το αισθητικό πνεύμα των κατοίκων και τους εξοικειώνει με την τέχνη, ακόμη και μέσα από εντάσεις και ενστάσεις που μπορεί να προκαλεί”. Καμία αντίρρηση. Εκείνο όμως που δεν ξεκαθαρίζεται είναι το ποιος αποφασίζει για τα έργα που θα κοσμήσουν το δημόσιο χώρο: Ο ίδιος ο καλλιτέχνης; Μόνος του ο Δήμαρχος;
Η αισθητική των δημοσίων σχέσεων
Ο Κωστής Γεωργίου είναι ένας αναγνωρισμένος διεθνώς καλλιτέχνης. Οπωσδήποτε όμως, η φήμη του ξέφυγε από το στενό φιλότεχνο κοινό με την κατασκευή και εγκατάσταση τριών μεγάλων του γλυπτών, σε κεντρικά σημεία της “αθηναϊκής ριβιέρας”. Στην παραλία της Βουλιαγμένης, στο κέντρο της Βούλας και βέβαια, στην παραλία του Παλαιού Φαλήρου.
Και στις τρεις περιπτώσεις ήταν ο καλλιτέχνης που πλησίασε τις δημοτικές αρχές Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης και Παλαιού Φαλήρου αντίστοιχα, προσφέροντας τα γλυπτά του αφιλοκερδώς. Όμως οι δημοτικές διοικήσεις που αποδέχτηκαν ασμένως τη δωρεά, στην πραγματικότητα παραχώρησαν ένα σημαντικό σημείο του δημόσιου χώρου για την προβολή ενός καλλιτέχνη, οι καλές δημόσιες σχέσεις του οποίου καθόρισαν τελικά ένα μεγάλο κομμάτι από την αισθητική της παραλιακής λεωφόρου.
Είναι βέβαιο ότι αν οι Δήμοι είχαν απευθύνει δημόσια μια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος από γλύπτες για την προσφορά στην τοπική κοινωνία έργων τέχνης που θα κοσμήσουν αυτά τα σημεία, θα είχαν σημαντική ανταπόκριση. Αν, όπως προβλέπει η νομοθεσία, την επιλογή των έργων την επωμιζόταν μια Επιτροπή Αισθητικής Αρτιότητας και όχι ένα μόνο πρόσωπο, τότε ίσως πάλι δεν αποφευγόταν η πολεμική από ακραίες απόψεις, όμως σίγουρα το αποτέλεσμα θα ήταν περισσότερο αντιπροσωπευτικό της σύγχρονης ελληνικής καλλιτεχνικής παραγωγής. Ίσως ήταν και πιο όμορφο.
[Δημοσιεύτηκε στον ΠΑΛΜΟ της Γλυφάδας, 6 Ιανουαρίου 2018]