H σημασία της ένταξης της non-HDL στο ετήσιο checkup

Απόψεις Υγεία

Γράφει η Χριστίνα Οικονομίδου, Iατρός Βιοπαθολόγος, Διευθύντρια Βιοπαθολογικού Εργαστηρίου Affidea Καλλιθέας, Yπεύθυνη Τομέα Βιοπαθολογικών Εργαστηρίων, www.affidea.gr

Κάθε χρόνο, στο πλαίσιο του προληπτικού checkup, ελέγχεται ένα πάνελ λιπιδίων που περιλαμβάνει τη μέτρηση των επίπεδων της ολικής χοληστερόλης σας, της LDL («κακής») χοληστερόλης σας και της HDL («καλής») χοληστερόλης σας και των τριγλυκεριδίων. Γενικά, είναι γνωστό ότι όσο υψηλότερα επίπεδα ολικής και LDL («κακής») χοληστερόλης ανιχνεύονται, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για στεφανιαία νόσο. Αντιθέτως, επιθυμητό είναι η «καλή» ΗDL χοληστερίνη να είναι υψηλή, καθώς δρα προστατευτικά.

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι η κύρια αιτία θανάτου για άνδρες και γυναίκες και είναι υπεύθυνα για τουλάχιστον το 25% των συνολικών θανάτων. Στη χώρα μας η στεφανιαία νόσος αποτελεί σταθερά την πρώτη αιτία θανάτου με σταθερή διαφορά από τη δεύτερη που είναι τα νεοπλάσματα.

Ένας νέος δείκτης που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση του λιπιδαιμικού προφίλ και τον κίνδυνο για την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου είναι η μέτρηση των επιπέδων της non-HDL χοληστερόλης (non-HDL-C), ο οποίος δίνει μια καλύτερη εκτίμηση του κινδύνου για καρδιακή νόσο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα εάν έχετε υψηλά τριγλυκερίδια. Αν αφαιρέσουμε από την ολική χοληστερίνη την «καλή» χοληστερίνη HDL, τότε προκύπτει ένας αριθμός που εκφράζει την non-HDL χοληστερόλη.

Η μη HDL χοληστερόλη (non-HDL-C) εμπεριέχει λοιπόν όλους τους «κακούς» τύπους χοληστερόλης, αντιπροσωπεύει όλα τα συστατικά της χοληστερόλης που μεταφέρονται από αθηρογόνες λιποπρωτεΐνες όπως LDL, περιλαμβάνει εκτίμηση της ΑpoB, (VLDL, IDL),  καθώς και της  Lp(a). Είναι δηλαδή το αντίθετο της HDL και δίνει μία εκτίμηση κινδύνου για την ανάπτυξη αθηρωμάτωσης. Τα υψηλότερα επίπεδα non-HDL-C υποδεικνύουν αυξημένο κίνδυνο αθηροσκλήρωσης.

Σύμφωνα με την κατευθυντήρια γραμμή της χοληστερόλης ESC, συνιστάται αξιολόγηση non- HDL-C για αξιολόγηση κινδύνου ιδιαίτερα σε:

  • Ασθενείς που πάσχουν από Σακχαρώδη διαβήτη ή παχυσαρκία
  • Εξεταζόμενους με πολύ χαμηλό LDL-C επίπεδα, πιθανά λόγω χρήσης στατινών
  • Εξεταζόμενους με επίπεδα τριγλυκεριδίων πάνω από >200mg/dl
  • Παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες, συμβάλλοντας στην πρόβλεψη μελλοντικού αθηροσκληρωτικού φορτίου.

Τα αυξημένα επίπεδα non-HDL-C σε όλα τα στάδια της ζωής σχετίζονται με την παρουσία ασβεστοποίησης των στεφανιαίων αγγείων (CAC) στα μέσα της ενηλικίωσης, σύμφωνα με νέα μελέτη. Ακόμα περισσότερο αυτή η σχέση βρέθηκε να είναι πολύ ισχυρότερη για επίπεδα non-HDL-C στους εφήβους για την εκτίμηση μελλοντικού κινδύνου ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου αλλά και για τον πρωτογενή έλεγχο της δυσλιπιδαιμίας στην παιδική ηλικία. Επομένως, η έγκαιρη εξέταση, η ταυτοποίηση και η διαχείριση των αυξημένων επιπέδων non-HDL-C μπορεί να αντιπροσωπεύουν σημαντικό στόχο για τη μείωση του βάρους των καρδιακών παθήσεων στην ενηλικίωση.

Ένα μεγάλο μέρος των επιπέδων χοληστερόλης που θα έχει την προδιάθεση να φτάσει ένας άνθρωπος ελέγχεται από γενετικούς παράγοντες. Το εάν θα έχουμε αυξημένα επίπεδα LDL-C καθορίζεται στο 61-83% από την κληρονομικότητα. Ενώ οι γενετικοί παράγοντες είναι σχεδόν αμετάβλητοι, η εστίαση σε τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου θα πρέπει να είναι το επίκεντρο για νεαρά άτομα που κινδυνεύουν. Παρόλα αυτά έχει αποδειχθεί ότι η τροποποίηση του τρόπου ζωής, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης της σωματικής δραστηριότητας, της υγιεινής διατροφής και της παύσης του καπνίσματος, προκαλεί κλινικά σημαντικές αλλαγές στα επίπεδα λιπιδίων στον ορό.

[Δημοσιεύτηκε στον ΠΑΛΜΟ της Γλυφάδας, 11 Φεβρουαρίου 2023]