Σκεφτείτε αυτό: Ανοίγετε τα μάτια το πρωί, σηκώνεστε από το κρεβάτι και δεν μπορείτε να διακρίνετε που βρίσκονται τα ντουλάπια με τα ρούχα σας. Ίσως είναι η κούραση σκέφτεστε ή τα μάτια μου παίζουν παιχνίδια, όμως διαπιστώνετε πως ο διαχωρισμός του τοίχου με την πόρτα του δωματίου είναι δύσκολος. Θέλετε να τηλεφωνήσετε για βοήθεια όμως οι αριθμοί στο κινητό φαίνεται να “χορεύουν”. Και ενώ η οφθαλμολογική εξέταση δείχνει υγιή όραση, τα συμπτώματα δεν υποχωρούν, ο εντοπισμός και αυτής της πόρτας εξακολουθεί να είναι δύσκολη. Η καθοδήγηση από κάποιον άλλον είναι απαραίτητη και η καθημερινότητα αποκτά ολοένα και περισσότερες προκλήσεις. Κάπως έτσι αισθάνεται ο ασθενής με σύνδρομο Balint.
Τι είναι το σύνδρομο Balint; Πρόκειται για μια νευροψυχιατρική ασθένεια που μελετήθηκε για πρώτη φορά από τον Αυστρο-Ούγγρο νευρολόγο Rezso Balint το 1901, σε ασθενή που παρουσίαζε πολύ διαφορετική κλινική εικόνα από άλλα περιστατικά.
Τα συμπτώματα που είχε ο ασθενής ήταν η Ταυτοχρονοαγνωσία- διαταραχή κατά την οποία ο ασθενής αδυνατεί να ανιχνεύσει και να περιγράψει αντικείμενα ή καταστάσεις που του παρουσιάζονται ταυτόχρονα, η Οπτική αταξία-αδυναμία να στοχεύσει το βλέμμα του απευθείας προς τον οπτικό στόχο και η Οφθαλμοκινητική απραξία- αδυναμία ελέγχου των σακκαδικών κινήσεων του ματιού με αποτέλεσμα το βλέμμα να καταλήγει τυχαία τις περισσότερες φορές στον στόχο αφού έχει περιπλανηθεί για αρκετή ώρα άσκοπα. Πιο ειδικά, μερικές από τις δυσκολίες του ατόμου αφορούν την λειτουργικότητά του στον χώρο, την αυτοεξυπηρέτησή του, την αδυναμία αναγνώρισης προσώπων, τις οπτικές διαταραχές γενικώς, την διατήρηση βλεμματικής επαφής, την αδυναμία ανάγνωσης και γραφής, την ένδυση και τον προσανατολισμό στον χώρο.
Οι ασθενείς με σύνδρομο Balint εμφανίζουν νευροανατομικώς, αμφοτερόπλευρες βλάβες στην ινιακή-βρεγματική χώρα του εγκεφαλικού οργάνου. Οι βλάβες αυτές ενδεχομένως οφείλονται σε αγγειακά σύνδρομα, σε κακώσεις του ινιακού λοβού, σε νεοπλασίες και διεύρυνση των εγκεφαλικών κοιλίων, σε δευτερεύουσες ατροφίες στα πλαίσια άλλων νευρολογικών παθήσεων, σε απομυελινωτικές διεργασίες, σε τοξικές βλάβες και σε επιληπτική δραστηριότητα.
Ως προς την θεραπεία του συνδρόμου, έχει τεθεί ως πρωταρχικός σκοπός η καλύτερη αυτονόμηση του ατόμου και η επίτευξη ανάκτησης κάποιας ανεξαρτησίας. Επιπλέον, ενδυναμώνεται μέσω της ψυχοθεραπείας το σύνολο των υπόλοιπων αισθήσεων του ατόμου κάτι που βοηθά το άτομο στην καλύτερη προσαρμογή του στο περιβάλλον. Μέσω γνωστικής αποκατάστασης ακόμα, είναι εφικτό να τροποποιήσουμε και το περιβάλλον με τους σημαντικούς άλλους γύρω του και τις εκάστοτε ανάγκες τους με σκοπό και πάλι την διευκόλυνση του ασθενή.
Εξαιτίας της σπανιότητας του συνδρόμου, τα ερευνητικά δεδομένα δεν είναι αρκετά για να μελετηθεί και να σχεδιαστεί μια πλήρως αποτελεσματική θεραπευτική παρέμβαση. Η διαφοροδιάγνωση του συνδρόμου είναι επίσης κάτι που ασφαλώς δυσχεραίνει την μελέτη και τον σχεδιασμό της θεραπευτικής αγωγής. Κρίνεται σημαντικό να γνωρίσουμε περισσότερες και πιο συγκεκριμένες πληροφορίες για τις συγκεκριμένες παθήσεις ώστε να γίνουν κατανοητές τόσο από την επιστημονική όσο και την κοινωνική κοινότητα.
° Στέλλα Καρατζόγλου, Ψυχολόγος – Ειδ/μένη Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεύτρια
[Δημοσιεύτηκε στον ΠΑΛΜΟ της Γλυφάδας, 13 Νοεμβρίου 2021]