Καμία είδηση δεν θα διαβάσετε στο παρόν άρθρο, παρά μόνο μια εντελώς προσωπική εμπειρία, μια βουτιά στο παρελθόν, που μοιάζει εξίσου μακρινό και κοντινό – είναι σαν να έχεις μυωπία και πρεσβυωπία ταυτόχρονα.
Ήταν φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκίνησα να ψάχνω δουλειά για πρώτη φορά. Πήρα παραδοσιακά τη «Χρυσή Ευκαιρία» και αναζήτησα μια δημοσιογραφική δουλειά στις αγγελίες εργασίας, γιατί έτσι κάναμε τότε. Ακόμη και που το γράφω, μου φαίνεται τόσο ξένο τώρα πια, με τα Linkedin, τα skywalker και όλα αυτά. Άκουσον, άκουσον! Παίρναμε το πτυχίο και ψάχναμε δουλειά σε αγγελία εφημερίδας. Νομίζω ότι δεν γίνεται κάτι τέτοιο πλέον, μπορεί να κάνω και λάθος! Μεγάλωσα στη Βούλα και δεν είχα απολύτως καμία ελπίδα ότι θα έβρισκα δουλειά κοντά στο σπίτι μου. Φανταστείτε την έκπληξή μου, όταν διάβασα ότι ζητείται δόκιμος δημοσιογράφος σε τοπική εφημερίδα στη Γλυφάδα! Είναι από αυτά που λες, ότι ήταν να συμβούν, ότι συνωμότησε όλο το σύμπαν υπέρ σου. Στο μεταξύ, δεν είχα ξαναπάει ποτέ σε συνέντευξη για δουλειά. Μίλησα με κάποιον που δεν κατάλαβα τι ήταν, στο τηλέφωνο και μου ζήτησε να φέρω μαζί ένα δείγμα γραφής. Αυτό ήταν το μόνο εύκολο, σκέφτηκα. Αλλά πως είναι μια συνέντευξη για δουλειά; Τι θα με ρωτήσουν; Πως πρέπει να απαντήσω; Πως πρέπει να ντυθώ;
Εμφανίστηκα κάπως σουλουπωμένη, χωρίς υπερβολές, με το γούστο – όσο κακό μπορεί να ήταν- μιας 22χρονης που μόλις έχει τελειώσει τις σπουδές της. Το μεθυστικό άρωμα από το χαρτί της εφημερίδας ήταν το πρώτο που αντιλήφθηκα μόλις μπήκα στα γραφεία του Παλμού. Τι συναρπαστικό! Ξέρετε, ο καθένας έχει τη δική του αντίληψη στις μυρωδιές και δεν μας αρέσουν τα ίδια πράγματα. Κι αυτό, είναι μέρος του ποιοι είμαστε! Για εμένα, δεν υπάρχει πιο όμορφη μυρωδιά από το χαρτί. Μου αρέσουν όλες οι μυρωδιές! Η μυρωδιά της εφημερίδας, του περιοδικού και του βιβλίου, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, τόσο ιδιαίτερες, τόσο υπέροχες. Κάτω από αυτή τη μυρωδιά, ερχόταν εκείνη του καφέ. Η κοπέλα στο ακριανό γραφείο είχε μια κούπα ζεστό καφέ ακουμπισμένο δίπλα στο πληκτρολόγιό της. Το πληκτρολόγιο είχε πάρει φωτιά, δεν προλάβαινε να πιεί γουλιά. Με κοίταξε με δυσπιστία. Για τους επόμενους μήνες θα ήταν η Αρχισυντάκτριά μου. Σίγουρα θα σκέφτηκε, «τι φρούτο είναι αυτό πάλι!». Της έδωσα το άρθρο μου σε usb να το διαβάσει και πέρασα στο μέσα γραφείο του Εκδότη, κ. Δημήτριου Φιλιππόπουλου. Δεν με σνόμπαρε καθόλου. Προσπάθησε να καταλάβει τι άνθρωπος είμαι, τι θέλω να μάθω, πως μπορώ να συμπεριληφθώ στην ομάδα τους. Όση ώρα ήμουν μέσα, η Αρχισυντάκτρια φυσούσε και ξεφυσούσε με το άρθρο μου, γιατί ναι, ήταν καλό. Με την έννοια, ότι ήξερα να γράφω κι αυτό φαινόταν. Αλλά ήταν και κακό, γιατί κανείς δεν μου είχε πει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αφήνω τα «κενά»! Εκείνη λοιπόν, έπρεπε σε όλες τις προτάσεις να διορθώσει τα κενά πριν και μετά τα σημεία στίξης και είχε εκνευριστεί εμφανώς, διότι είχε δουλειές με φούντες. Όταν τελείωσε το ρετούς, το έφερε μέσα στον Εκδότη να το διαβάσει κι εκείνος. Δεν με κάρφωσε, δεν του σχολίασε την ακαταστασία των κενών μου, δεν είπε τίποτα. Ούτε εκείνος είπε κάτι, ας πούμε, να αναφέρει ότι η Αρχισυντάκτρια είναι η κόρη του. Δεν το είπε. Το ανακάλυψα μετά, αφού πήρα τη δουλειά και ξεκίνησα να πηγαίνω καθημερινά στο γραφειάκι μου, δίπλα από το δικό της.
Ο Δημήτρης Φιλιππόπουλος είχε μεγάλη υπομονή με τα λάθη. Πιο αυστηρός ήταν με την Έφη, την κόρη του, παρά με εμένα. Είχε τη διάθεση να με μάθει, αλλά το έκανε με έναν δύσκολο τρόπο. Κάθε Παρασκευή απόγευμα κάναμε το meeting μας. Μοιράζαμε τα θέματα της εβδομάδας, σε ποιες εκδηλώσεις πρέπει να παραστεί ο καθένας, ποιον να πάρει τηλέφωνο, τι να κυνηγήσει. Αλλά πριν από αυτό, υπήρχε πάντα ένας μεγάλος πρόλογος, που στο βάθος του χρόνου μου μοιάζει πλέον περισσότερο με μάθημα. Ξεκινούσε να μιλάει είτε αλληγορικά, είτε με ιστορικές, πολιτισμικές ή καλλιτεχνικές αναφορές, σχολιάζοντας τις περισσότερες φορές, κάτι επίκαιρο, αλλά με τρόπο περίπλοκο και δύστροπο. Μέχρι να καταλήξει να μας δώσει τις οδηγίες της εβδομάδας, πίστευα ότι θα φτάσουμε μεσάνυχτα. Αυτό που έκανε ουσιαστικά, ήταν να σε βάλει να σκεφτείς, να ψάξεις για κάτι. Σχολίαζε σαν μέσα από γρίφους για κάτι που έπρεπε να το πιάσεις ή να σκάσεις προσπαθώντας. Κάποιες Παρασκευές αυτό ήταν δύσκολο. Για εμένα που ήξερα ότι ο Παλμός είναι κάτι εφήμερο, αφού ετοιμαζόμουν να φύγω στο εξωτερικό για μεταπτυχιακό, δεν είχε μεγάλη σημασία αν θα με συμπαθούσαν πολύ κι αν θα έλυνα τους γρίφους, αλλά χωρίς να προσπαθήσω και τόσο, κάπως τα κουτσοκατάφερνα.
Έμαθα πολλά, αλλά λίγους μήνες μετά, έφυγα. Κι όπως όλοι θα έχετε καταλάβει, ένα μέρος μου βρίσκεται πάντα εδώ. Όταν συνάντησα ξανά την Έφη Φιλιπποπούλου, μετά από 15 χρόνια, μου ήταν τόσο οικεία, σαν να δουλεύαμε σε διπλανά γραφεία όλον αυτόν τον καιρό. Τι παράξενοι που είμαστε οι άνθρωποι!
Αλεξία Ζερβούδη
[Δημοσιεύτηκε στον ΠΑΛΜΟ, 15 Μαρτίου 2025]