Του Γιώργου Λαουτάρη.
Ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα νομικής αλλά και πολιτικής τάξης έθιξε η παρούσα κυβέρνηση, που με πρόσφατή της νομοθετική ρύθμιση αλλάζει τον “Καλλικράτη” στο σημείο όπου προβλέπεται η θέση των αιρετών σε αργία.
Στο νομοσχέδιο με τίτλο “Μέτρα για την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου και άλλες διατάξεις”, περιέχεται ρύθμιση που στο εξής θα κρατά σε αργία τους δημάρχους ή περιφερειάρχες ή συμβούλους του πρώτου και δεύτερου βαθμού αυτοδιοίκησης που κατηγορούνται για σοβαρά ποινικά αδικήματα, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη αθωωτική δικαστική απόφαση. Με την πρόβλεψη αυτή, η αργία διατηρείται ακόμα και αν στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη δίκη τους αρθούν οι περιοριστικοί όροι ή η προφυλάκιση. Επιπλέον, η νομοθεσία στο εξής διώκει τους Ελεγκτές Νομιμότητας στην περίπτωση που καθυστερούν να θέσουν τον υπόδικο αιρετό σε αργία.
Επί της ουσίας, δύο είναι οι παράγραφοι που διαφοροποιούν το μέχρι σήμερα ισχύον καθεστώς. Πρώτον, η θέση σε αργία του αιρετού που παραπέμφθηκε για κακούργημα δεν σταματά από τυχόν μεταγενέστερη αντικατάσταση ή άρση των περιοριστικών όρων ή της προσωρινής κράτησης κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας. Και δεύτερον, διώκεται για παράβαση καθήκοντος τυχόν άρνηση ή υπαίτια καθυστέρηση του ελεγκτή νομιμότητος να εκδώσει άμεσα τη σχετική διαπιστωτική πράξη. Πρόκειται για ένα μέτρο το οποίο ναι μεν ξεκολλά τις υποθέσεις τύπου Αχιλλέα Μπέου, δημάρχου Βόλου, ωστόσο καταργεί επί της ουσίας το τεκμήριο της αθωότητας.
Στην ουσία, η περίπτωση του δημάρχου Βόλου λειτούργησε ως επιταχυντής της διαδικασίας. Στην υπόθεση αυτή φανερώθηκαν σύμφωνα την κυβέρνηση, ανεπίτρεπτα νομοθετικά κενά, που άφηναν στη θέση του έναν άνθρωπο για τον οποίο είχε εκδοθεί αμετάκλητο βούλευμα παραπομπής του στη δικαιοσύνη με κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα. Ο δε ελεγκτής νομιμότητας, στην προκειμένη περίπτωση έδρασε με καθυστέρηση …πέντε μηνών.
Οι νομικοί και οι συνταγματολόγοι θα αποφανθούν κατά πόσο είναι συμβατή η ρύθμιση αυτή με το συνταγματικά κατοχυρωμένο τεκμήριο της αθωότητας, που ορίζει ότι κανένας πολίτης δεν μπορεί να θεωρείται ένοχος πριν την αμετάκλητη καταδίκη του από τη δικαιοσύνη.
Σε πολιτικό επίπεδο όμως, ελέγχεται η σκοπιμότητα και λειτουργία της για τη δημοκρατία. Από τη μία μεριά, η ρύθμιση επιχειρεί να διαφυλάξει το κύρος των αιρετών στις τοπικές κοινωνίες. Φαίνεται να ακολουθεί το ρητό “η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει να φαίνεται κιόλας”. Στην εποχή της βαθιάς πολιτικής κρίσης, όπου θεσμοί και αξιώματα βρίσκονται στο ναδίρ της αξιοπιστίας τους, το μέτρο αυτό συνιστά μια άμυνα του πολιτικού συστήματος που ακόμη κι αν αποδειχθεί ότι αδίκησε κατάφωρα ένα πρόσωπο, τουλάχιστον θα έχει διαφυλάξει το θεσμό από οποιαδήποτε αμφισβήτηση.
Από την άλλη μεριά όμως, η διάταξη αυτή ανοίγει το παράθυρο για αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις εναντίον αιρετών. Αν αρκεί μόνο η διατύπωση κατηγορίας εναντίον ενός προσώπου προκειμένου αυτό να χάσει το αξίωμα που του εμπιστεύτηκε το εκλογικό σώμα, τότε ανοίγει ένας ολισθηρός δρόμος όπου πολίτες ή εισαγγελείς μπορούν κατά το δοκούν να ξηλώνουν δημάρχους και περιφερειάρχες, για τους δικούς τους λόγους. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι περιπτώσεις που πολιτικές διαφορές ή απόψεις ποινικοποιούνται σε μια διασταλτική ανάγνωση των νόμων. Αυτά σε συνδυασμό με την χαρακτηριστική αργοπορία στην απονομή δικαιοσύνης από τα ελληνικά δικαστήρια, μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα που παραμορφώνουν τη δημοκρατία και νοθεύουν τη λαϊκή κυριαρχία.
Μιλώντας στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, σχετικά με το εν λόγω νομοσχέδιο, ο Γιώργος Πατούλης, πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας πρότεινε την τροποποίηση του σχετικού άρθρου ως εξής:
“Εάν εκδοθεί τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου για τα πλημμελήματα της προηγούμενης παραγράφου ή καταδικαστική απόφαση σε πρώτο βαθμό για κακουργήματα, ο ελεγκτής νομιμότητας οφείλει να θέσει τον καταδικασθέντα σε κατάσταση αργίας. Η αυτοδίκαιη θέση σε αργία επιβάλλεται με την ίδια διαδικασία και σε περίπτωση αμετάκλητης παραπομπής για κακούργημα εάν έχει επιβληθεί προσωρινή κράτηση. Εάν εκδοθεί πρωτόδικη αθωωτική απόφαση, αίρεται αυτοδικαίως, η αργία και το διοικητικό μέτρο θεωρείται ως ουδέποτε επιβληθέν. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση τελεσίδικης αθωωτικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται αναδρομικά η αντιμισθία του αποκατασταθέντος από του χρόνου εκδόσεως της διαπιστωτικής σε βάρους του πράξης”.
Η απάντηση του Αχιλλέα Μπέου
Με ανοιχτή επιστολή του προς τον πρωθυπουργό, ο Αχιλλέας Μπέος, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι νομοθετεί με κριτήριο το προσωπικό μένος της εναντίον του προσώπου του. Ο Δήμαρχος Βόλου δηλώνει ότι η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης που είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί σε αργία είχε ως κίνητρο την προσωπική εμπάθεια του γενικού γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών, Κώστα Πουλάκη, εναντίον του.
“Είναι ομολογουμένως τραγικό ένας μείζονος εθνικής σημασίας θεσμός, όπως η Αυτοδιοίκηση, να ταλανίζεται από την εκδικητική προς τους αιρετούς φθονερή μανία ενός διορισμένου κομματικού στελέχους και να βιάζεται η λαϊκή βούληση”, σημειώνει χαρακτηριστικά, ενώ για τις δικαστικές του εκκρεμότητες υποστηρίζει ότι “ανάγονται σε προγενέστερη από την εκλογή μου ως Δημάρχου Βόλου εποχή και για τις οποίες δεν έχω κριθεί, συνεπώς θα έπρεπε όπως κάθε πολίτης Αριστερός ή Δεξιός ή αδιάφορος, να έχω το τεκμήριο της αθωότητας”.
Περαιτέρω, ο Αχιλλέας Μπέος σημειώνει μεταξύ άλλων ότι η νομοθετική ρύθμιση που τον ξηλώνει αφορά και άλλα πρόσωπα, πάνω από 10 σε άλλους Δήμους της χώρας, “οι επικεφαλής των οποίων έχουν κι εκείνοι δικαστικές εκκρεμότητες, και έτσι ανοίγει ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας των Δήμων, αλλά και προδήλως νόθευσης και αλλοίωσης της έκφρασης του κυρίαρχου εκλογικού σώματος”.
[Δημοσιεύτηκε στον ΠΑΛΜΟ της Γλυφάδας, 9 Ιανουαρίου 2016]