Στην καθημερινότητα και τους γρήγορους ρυθμούς της, όλοι λίγο ή περισσότερο έχουμε αισθανθεί την εξάντληση και την κούραση σε σημείο να αισθανόμαστε πως υποφέρουμε ή πως δεν αντέχουμε άλλο. Άραγε πώς είναι η ζωή των ανθρώπων που πάσχουν από το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και πώς αυτό που αισθάνονται επηρεάζει τη ζωή τους;
Ως σύνδρομο χρόνιας κόπωσης έχει ονομαστεί η πολυπαραγοντική νόσος που προκαλεί δυσλειτουργίες στο νευρολογικό, ενδοκρινικό, ανοσοποιητικό σύστημα και το σύστημα παροχής και μεταβολισμού της ενέργειας στον οργανισμό μας. Αυτή η πολυπαραγοντική νόσος επηρεάζει σαφώς και την ψυχική υγεία του ασθενή ο οποίος καλείται να συμβαδίσει με μια καθημερινότητα εντελώς διαφορετική και με περιορισμένες πλέον δυνατότητες. Για την ακρίβεια, ο ασθενής καλείται να αναπροσαρμοστεί σε όλες εκείνες τις συνθήκες που είναι πλέον διαφορετικές.
Ειδικότερα, ανάμεσα στα συμπτώματα της νόσου παρατηρείται μια μακροχρόνια κούραση που βιώνει ο ασθενής η οποία είναι εμμένουσα και διαρκής. Δεν υποχωρεί ακόμη και μετά από περιόδους ανάπαυσης. Το άτομο δηλαδή μπορεί να αισθάνεται εξαντλημένο τη στιγμή λίγο μετά της πρωινής αφύπνισης. Ακόμα ένα σύμπτωμα είναι οι εμφανείς και τακτικές δυσκολίες στη σκέψη και πιο συγκεκριμένα στην συγκέντρωση. Το άτομο με χρόνια κόπωση είναι αναμενόμενο να παρουσιάσει αδιαθεσία που όμως δεν σχετίζεται με κάποιο άλλο γεγονός ή άλλη ιατρική ή ψυχολογική κατάσταση. Σε γενικές γραμμές αυτό που βιώνει το άτομο είναι μια εξάντληση, μια συνεχής αδυναμία τόσο σωματική όσο και ψυχική. Δεν έχει ενέργεια για πράγματα που στο παρελθόν έκανε χωρίς ιδιαίτερη σκέψη ή προσπάθεια. Το άτομο ενδεχομένως να εμφανίσει συνολικά απάθεια, επιθετικότητα ή και θυμό. Το καταθλιπτικό συναίσθημα είναι κάτι που προκαλείται τόσο πρωτογενώς, λόγω βιολογικών δυσλειτουργιών στο σύστημα ανταμοιβής, όσο και δευτερογενώς εξαιτίας των δυσκολιών και των αλλαγών που επιφέρει η νόσος καθαυτή. Έχουν επιπλέον παρατηρηθεί διαταραχές στην μνήμη με μερική αμνησία ή και μεγαλύτερα κενά, στην εγχάραξη και την ανάσυρση της πληροφορίας. Το άτομο εμφανίζει ακόμα, μειωμένη ανοχή και μυϊκούς πόνους στο σώμα (πονοκέφαλο, πονόλαιμο κ.α.) με ή χωρίς ρίγος.
Η διάγνωση της νόσου είναι μια δύσκολη και πολυδιάστατη υπόθεση. Δυστυχώς, η διαφοροδιάγνωση από άλλες σωματικές και νευροψυχολογικές διαταραχές αποτελεί μια πρόκληση μιας και τα ερευνητικά δεδομένα δεν παρέχουν προς το παρόν επαρκή στοιχεία για την κατανόηση της διαταραχής.Υπολογίζεται πως πάνω από 2.000.000 άτομα παγκοσμίως βιώνουν CFS, μεταξύ των οποίων υπερτερούν οι γυναίκες σε συχνότητα. Η διάγνωση της διαταραχής συνήθως περιπλέκει τον ασθενή σε μια μακροχρόνια διαδικασία. Η κλινική εικόνα των ασθενών οδηγεί τους ειδικούς σε σύγχυση μεταξύ διάγνωσης κατάθλιψης, λοιμώδη μονοπυρήνωση, η σκλήρυνση κατά πλάκας κ.α.
Τα αίτια του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης παραμένουν ασαφή. Κατά καιρούς έχουν κατηγορηθεί διάφορες δυσλειτουργίες του ανοσοποιητικού ή και του ενδοκρινικού συστήματος. Άλλες θεωρίες αποδίδουν την εμφάνιση της νόσου καθαρά σε γενετική προδιάθεση, θεωρούν δηλαδή ότι πρόκειται για κάποια σειρά γονιδίων που ευθύνονται για την εκδήλωση του συνδρόμου. Ακόμα, είναι αρκετές οι θεωρίες που συνδέουν την συγκεκριμένη νόσο με κάποιο τραύμα της πρώιμης παιδικής ηλικίας. Προς το παρόν δεν είναι γνωστό με ακρίβεια το αίτιο πίσω από την συγκεκριμένη διαταραχή.
Η υιοθέτηση μιας καθημερινότητας με ελάχιστες απαιτήσεις σε επίπεδα ενέργειας από τους ασθενείς και τους φροντιστές είναι σημαντική. Είναι επίσης σημαντικό το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας να στραφεί προς την συγκεκριμένη νόσο, ώστε να διερευνηθούν τα αίτια και να σχεδιαστεί μια αποτελεσματική αντιμετώπιση.
° Στέλλα Καρατζόγλου, Ψυχολόγος – Ειδ/μένη Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεύτρια
[Δημοσιεύτηκε στον ΠΑΛΜΟ της Γλυφάδας, 2 Οκτωβρίου 2021]