Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Γιώργος Κουράκος: Λογοθεραπεία – Ένα διαδραστικό παιχνίδι με οριοθετημένους κανόνες

Facebook
Twitter
LinkedIn
WhatsApp
Email
Print

Συζήτηση με την Αλεξία Ζερβούδη

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αύξηση στην προσέλευση παιδιών στα λογοθεραπευτικά κέντρα, γεγονός που προκαλεί ενδιαφέρον και προβληματισμό. Η λογοθεραπεία αποτελεί έναν κρίσιμο τομέα για την ανάπτυξη της επικοινωνίας, ωστόσο συχνά παραμένει παρεξηγημένη. Ο κ. Γιώργος Κουράκος, μέλος του Συλλόγου Επιστημόνων Λογοπαθολόγων Λογοθεραπευτών Ελλάδος (ΣΕΛΛΕ) και Επιστημονικός Υπεύθυνος του Λογοθεραπευτικού Κέντρου Βούλας, δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τον ρόλο της Λογοθεραπείας και τις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και οι οικογένειές τους.

 

[Π]: Πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη Λογοθεραπεία και ποια ήταν η επαγγελματική πορεία σας μέχρι τη λειτουργία του Λογοθεραπευτικού σας Κέντρου;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΡΑΚΟΣ: Προέρχομαι από μια οικογένεια, όπου ο πατέρας μου ανήκε στον παραϊατρικό κλάδο, καθώς ήταν φυσιοθεραπευτής στο Ασκληπιείο Βούλας. Υπήρχε λοιπόν μέσα μου μια σπίθα, μια τάση προς τα παραϊατρικά επαγγέλματα και μάλιστα, την πρώτη φορά που έδωσα Πανελλήνιες πέρασα στη σχολή Φυσιοθεραπείας. Θα ήταν ευνοϊκές οι συνθήκες στο να ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα λόγω του πατέρα μου, ωστόσο, ο κλάδος που μου άρεσε περισσότερο ήταν η Λογοθεραπεία κι έτσι, προσπάθησα δεύτερη φορά για αυτό. Δεν ήταν μια τυχαία επιλογή, ταίριαζε στο χαρακτήρα μου και στις δεξιότητές μου και η ίδια η οικογένειά μου με παρότρυνε να προσπαθήσω για αυτό. Χειριζόμουν πολύ καλά το λόγο και ήμουν πολύ επικοινωνιακός. Παράλληλα, ήταν ένας κλάδος που μόλις ξεκινούσε να ανθίζει. Ανήκω στη μόλις τρίτη «φουρνιά» αποφοίτων του τμήματος Λογοθεραπείας στο ΑΤΕΙ Πάτρας, καθώς δεν υπήρχε, ούτε υπάρχει ακόμα, αντίστοιχη σχολή στην Αθήνα.

Αρχικά, εργάστηκα ως εξωτερικός συνεργάτης σε άλλους χώρους, κι από τη 2η χρονιά άνοιξα ένα δικό μου γραφείο ως Λογοθεραπευτής, χωρίς άλλες ειδικότητες. Μετά τη στρατιωτική μου θητεία, αποφάσισα να δημιουργήσω ένα χώρο που να παρέχει περισσότερες υπηρεσίες, όπου προσέθεσα την ειδικότητα του Εργοθεραπευτή και του Ψυχολόγου. Σήμερα, το Κέντρο μας συνεργάζεται και με Ειδικό παιδαγωγό, ενώ υπάρχει κι εξωτερικός συνεργάτης Παιδοψυχίατρος, για τη διάγνωση και εποπτεία των θεραπευτικών προγραμμάτων.

 

[Π]: Υπάρχουν ηλικίες – ορόσημα για την κατάκτηση των επικοινωνιακών δεξιοτήτων ενός παιδιού; Σε ποια ηλικία καταλαβαίνουμε ότι ένα παιδί αντιμετωπίζει δυσκολία και χρήζει θεραπείας;

Γ.Κ.: Φυσικά, υπάρχουν αναπτυξιακά ορόσημα στην επικοινωνία που θα πρέπει να έχουν κατακτήσει τα παιδιά ανάλογα με τη χρονολογική τους ηλικία, ακόμα και από τον πρώτο μήνα της ζωής τους.

Η επιστήμη της Λογοθεραπείας ασχολείται με τη πρόληψης, αξιολόγηση και θεραπεία των διαταραχών που συνδέονται με την ανθρώπινη επικοινωνία (λεκτική και μη λεκτική) – Φωνής, Ομιλίας και Λόγου (προφορικού και γραπτού).

Η βλεμματική επαφή, το δακτυλοδείξιμο, η ικανότητα να μπορεί ένα παιδί να χαιρετήσει, η γενικότερη μη λεκτική επικοινωνία θα πρέπει να συμβαδίζει με την ηλικία του παιδιού. Σε κάποιες περιπτώσεις λοιπόν, η θεραπεία ξεκινά ακόμα και από τη βρεφική ηλικία. Ωστόσο, για το κομμάτι της ομιλίας, συνήθως μιλάμε για παιδιά από 2,5 ετών και άνω, με καθυστέρηση της ομιλίας ή μειωμένο λεξιλόγιο. Το κομμάτι της άρθρωσης συνήθως ελέγχεται αργότερα, στην ηλικία των 3,5 ετών και άνω.

Όταν ένα παιδί λοιπόν προσχολικής ηλικίας δεν σχηματίζει προτάσεις, δεν χρησιμοποιεί ή δεν γνωρίζει πολλές λέξεις, είναι στερεότυπος ο λόγος του, δεν είναι πάντα καταληπτή η ομιλία του ή δεν μπορεί να μεταφέρει την επικοινωνιακή πληροφορία στο συνομιλητή του, θα πρέπει να απευθυνθούμε σε έναν λογοθεραπευτή για αξιολόγηση. Εκεί, μπορείς να εντοπίσεις πια μια σοβαρή καθυστέρηση ομιλίας ή αρθρωτικές και φωνολογικές διαταραχές.

 

[Π]: Ποια είναι τα συνηθέστερα ήπια περιστατικά που βλέπετε;

Γ.Κ.: Οι αρθρωτικές δυσκολίες, όπως ο άτυπος “σιγματισμός”, δηλαδή η δυσκολία του παιδιού να προφέρει το «σ», το «ζ» και τα παράγωγά τους («ψ»,  «ξ», τσ», «τζ») ή το «ρ», το «θ» και το «δ» είναι  οι πιο συνηθισμένες και ήπιες περιπτώσεις που βλέπουμε στα γραφεία μας. Μάλιστα, σε ορισμένα από αυτά τα περιστατικά δεν παρεμβαίνουμε απαραίτητα πολύ άμεσα. Για παράδειγμα, το  «ρ» είναι  το τελευταίο φώνημα που μπορεί να το κατακτήσει ένα παιδί, ακόμη και στα 5 έτη, επομένως, περιμένουμε και εξετάζουμε και το background του παιδιού. Αυτός είναι ο λόγος, που πάντα, σε όλες τις περιπτώσεις, χρειαζόμαστε ένα καλό αναπτυξιακό ιστορικό.

 

[Π]: Πόσος χρόνος χρειάζεται για να ξεπεραστεί μια τέτοια, ήπια, δυσκολία;

Γ.Κ.: Δεν υπάρχει συγκεκριμένος χρονικός περιορισμός, μια θεραπεία άρθρωσης μπορεί να διαρκέσει από λίγες συνεδρίες, έως και 1,5 χρόνο συνεδριών. Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Αρχικά, σχετίζεται με την ανατομική δομή του στόματος και των αρθρωτών του παιδιού. Σημαντική επίσης είναι φυσικά η συνεργασία του παιδιού, αλλά και του οικογενειακού περιβάλλοντός του σε όλη τη διαδικασία της θεραπείας. Θα πρέπει το ίδιο το παιδί και οι γονείς να αντιληφθούν τη δυσκολία και να επενδύσουν στη Λογοθεραπεία, πραγματοποιώντας την καθημερινή του εξάσκηση ή έστω όσο πιο συχνά μπορούν. Μπορεί, ας πούμε, στη διάρκεια των συνεδρίων και εντός των τειχών του Λογοθεραπευτικού Κέντρου, ένα απλό αρθρωτικό να διορθωθεί, δηλαδή το παιδί να μάθει να αναπαράγει σωστά τον ήχο, ωστόσο να μην καταφέρει να το χρησιμοποιεί στην αυθόρμητη ομιλία του εκτός του Κέντρου.

 

[Π]: Ποιος είναι ο ρόλος των γονέων στη θεραπεία; Συμμετέχουν στη διαδικασία και αν ναι, με ποιον τρόπο;

Γ.Κ.: Ο ρόλος των γονέων είναι κρίσιμος και καθορίζει μάλιστα το χρόνο των θεραπειών. Η Λογοθεραπεία είναι ο τρόπος. Αλλά ο κόπος είναι η δουλειά που γίνεται από τους γονείς στο σπίτι. Το παιδί χρειάζεται την επανάληψη, ώστε να εδραιωθεί η δεξιότητα που κατακτά στο Κέντρο στην αυθόρμητη ομιλία του.

Όσον αφορά τις συνεδρίες, αυτές είναι συνήθως ατομικές, χωρίς την παρουσία των γονέων. Πολλές φορές, ο γονέας γίνεται άθελά του παρεμβατικός και φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Το παιδί δεν προσπαθεί και ο θεραπευτής δεν καταφέρνει να αντιληφθεί πάντα την έκταση της δυσκολίας. Όταν ένα παιδί δυσκολεύεται, αποσύρεται και πάει στο γονιό και δεν αρχίζει να αναπτύσσει σωστή θεραπευτική σχέση με τον θεραπευτή. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, όπου ο γονέας πρέπει να συμμετέχει στη συνεδρία, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις με δυσκολία στη ροή της ομιλίας, όπως τον τραυλισμό ή την ταχυλαλία. Εξαρτάται από τη διαταραχή που καλείσαι να δουλέψεις.

Εκεί όπου δεν πρέπει να λείπει ο γονέας είναι στην εκπαίδευση. Εκπαιδεύουμε τους γονείς στο τι θα πρέπει να εκτελείται στο σπίτι, στη βόλτα, στο χρόνο που περνά με το παιδί του. Στο τέλος κάθε συνεδρίας ενημερώνουμε τον γονέα για όσα πραγματοποιήθηκαν στη θεραπεία και τους δίνουμε υλικό και οδηγίες για το σπίτι. Το υλικό μπορεί να είναι κάποιες εικόνες, γραπτές προτάσεις, ασκήσεις μέσω ζωγραφικής ή και μόνο κάποιες ιδέες, ώστε να εντάξουν μορφές άσκησης στην καθημερινότητά τους. Αυτό περιλαμβάνει και τον τρόπο που θα πρέπει να μιλούν στο παιδί και τι απαιτήσεις θα πρέπει να έχουν από αυτό.

 

[Π]: Είναι δεκτικοί οι γονείς να αναλάβουν αυτό το ρόλο;

Γ.Κ.: Έχοντας φτάσει πια σε εμάς, θα έλεγα ότι ήδη έκαναν το 1ο βήμα. Έχουν αντιληφθεί ότι υπάρχει μια δυσκολία. Το κομμάτι της αποδοχής έρχεται λίγο πιο μετά. Όσον αφορά τη δική τους εμπλοκή, εξαρτάται από διάφορα πλαίσια. Έχουν το χρόνο να το κάνουν; Μπορούν να διαχειριστούν το παιδί παίρνοντας ένα ρόλο εκπαιδευτικό; Κάποιοι γονείς δεν θέλουν να έρθουν αντιμέτωποι με την ενδεχόμενη αρνητική αντίδραση του παιδιού, δεν θέλουν να επιμείνουν όταν συναντήσουν αντίσταση, ματαιώνουν την προσπάθειά τους ή φοβούνται ότι θα διαταραχθεί η σχέση με το παιδί τους, κάτι που δεν ισχύει σε καμία περίπτωση. Αν και εξαρτάται από τη δυσκολία που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, θα έλεγα σε γενικές γραμμές ότι ισχύει, πως αν δεν δουλεύουν τη δυσκολία στο σπίτι, καθυστερεί η πρόοδος του παιδιού. Όπως είπα νωρίτερα, η κατάκτηση ενός ήχου στο Κέντρο δεν εξασφαλίζει την αυθόρμητη χρήση του στην ομιλία, στον πραγματικό κόσμο.

 

[Π]: Πόσες ώρες θεραπείας χρειάζονται την εβδομάδα; Ποια είναι η ροή μιας συνεδρίας και τι περιλαμβάνει;

Γ.Κ.: Η Λογοθεραπεία μπορεί γίνεται από 1 έως 3 φορές την εβδομάδα, αλλά συνήθως μια ή δύο φορές είναι αρκετές, όταν δεν υπάρχει κάποιο σύνδρομο ή σοβαρή διαταραχή. Η διάρκεια μιας συνεδρίας είναι τρία τέταρτα, αλλά δεν αφορούν μόνο σε καθαρή θεραπευτική συνεδρία. Τα πρώτα λεπτά είναι αφιερωμένα στο να σπάσουμε τον πάγο με το παιδί, να το κάνουμε να αισθανθεί άνετα, σε ένα φιλικό περιβάλλον, ώστε να λυθεί η κουβέντα και να αρχίσει το παιχνίδι. Ο θεραπευτικός χρόνος μιας συνεδρίας είναι ουσιαστικά μισή ώρα και στο τέλος, υπάρχει η επιβράβευση της προσπάθειας. Μπορεί το παιδί να διαλέξει ένα παιχνίδι, ή να κάνουμε μια συζήτηση ή την ελεύθερη ζωγραφική. Φεύγοντας, θα πάρει μια ακόμη επιβράβευση, ένα αυτοκόλλητο, ένα μπαλόνι, ένα μπισκότο, πάντα με όρια. Επικροτούμε αλλά οριοθετούμε.

 

[Π]: Η Λογοθεραπεία είναι τελικά ένα αυστηρό μάθημα ή μοιάζει περισσότερο με παιχνίδι;

Γ.Κ.: Οι ντουλάπες του κέντρου είναι γεμάτες παιχνίδια! Ο,τιδήποτε προσπαθείς να περάσεις στο παιδί θα πρέπει το κάνεις με ευχάριστο τρόπο. Όχι, η Λογοθεραπεία δεν είναι μάθημα! Είναι ζωγραφική, είναι εικόνες κατάλληλες ανά ηλικιακή ομάδα, είναι ελεύθερη ομιλία, και πολύ, πολύ συμβολικό παιχνίδι. Φυσικά δεν χάνουμε το στόχο μας και το παιδί αντιλαμβάνεται ότι εδώ έρχεται για να δουλέψει το κομμάτι της ομιλίας του, απλώς αυτό γίνεται με τρόπο διασκεδαστικό. Τα παιδιά έρχονται ευχάριστα εδώ, τους αρέσει η διαδικασία. Κάποιες φορές μπορεί να γίνεται ρουτίνα, γιατί αναγκάζεται να επαναλάβει κάποιες λέξεις, προτάσεις, ή ασκήσεις με εικόνες, αρκετές φορές.

Όσον αφορά τους γονείς, ωστόσο, μπορούν να εντάξουν τη φιλοσοφία της Λογοθεραπείας στην καθημερινότητα τους μέσω παιχνιδιού. Για παράδειγμα, προς όφελος της ανάπτυξης λεξιλογίου ανά κατηγορίες, μπορεί να παίζουν στο σπίτι με το παιδί με τρόπο διασκεδαστικό και διαδραστικό, ονοματίζοντας και δείχνοντας αντικείμενα, π.χ. Θέλω μέσα σε 3 λεπτά να μου δείξεις όσα περισσότερα έπιπλα μπορείς.

 

[Π]: Το σχολείο, ξεκινώντας από τον παιδικό σταθμό, έχει ρόλο στη διαδικασία της θεραπείας;

Γ.Κ.: Η κοινωνικοποίηση είναι σημαντική. Γενικά, συστήνουμε ότι ένα παιδί είναι καλό να πάει πρώτα σε παιδικό σταθμό, να δούμε τι μπορεί να αναπτύξει, να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το λόγο του για να το καταλάβουν και να συναναστραφεί με τα άλλα  παιδιά και μετά να παρέμβουμε.

Για να ξεκινήσει πρόγραμμα ένα παιδί παίρνουμε ένα πλήρες αναπτυξιακό ιστορικό. Πέρα από το ερωτηματολόγιο που καλούνται να συμπληρώσουν οι γονείς, σχετικά με τη συμπεριφορά, την προσωπικότητα και τις αισθητικοκινητικές δεξιότητες του παιδιού, δίνουμε και στο σχολείο ένα ερωτηματολόγιο για να διερευνήσουμε το πως συμπεριφέρεται το παιδί στο κοινωνικό σύνολο. Επομένως, ο ρόλος του σχολείου ξεκινά από την αξιολόγηση. Στη συνέχεια, είναι σημαντικό να γίνεται follow up, να υπάρχει δηλαδή επικοινωνία του εκπαιδευτικού με τον θεραπευτή για να αξιολογήσουμε αν στο σχολικό πλαίσιο, όπου το παιδί μπορεί να χάνεται μέσα στο κοινωνικό σύνολο, γίνεται αντιληπτή η πρόοδος και εμφανίζονται οι δεξιότητες που κατακτώνται. Σε κάποιες περιπτώσεις, κρίνεται ουσιαστική η παρουσία του θεραπευτή στο σχολείο. Επιπλέον, δίνουμε κατευθύνσεις πως θα μπορούσε ο ίδιος ο εκπαιδευτικός να βοηθήσει το παιδί. Όλα αυτά φυσικά, προϋποθέτουν την καλή συνεργασία των γονέων και την άδειά τους για τα προσωπικά δεδομένα.

 

[Π]: Ποιοι λόγοι οδήγησαν στην αύξηση των παιδιών που λαμβάνουν λογοθεραπεία;

Γ.Κ.: Ουσιαστικά, αυτό που αυξήθηκε είναι η αναγνώριση των δυσκολιών και η επιμόρφωση γονέων και εκπαιδευτικών. Στις μέρες μας υπάρχει μεγαλύτερη αποδοχή των δυσκολιών και έχουμε την ευκαιρία για έγκαιρη παρέμβαση. Παρά την ευαισθητοποίηση των γονέων, ωστόσο είναι περιορισμένος  ο χρόνος με τα παιδιά – συνήθως λόγω ωραρίων εργασίας – κι αυτό μπορεί να επιβραδύνει τις επικοινωνιακές δεξιότητές τους. Επίσης το πολύγλωσσο περιβάλλον, ναι μεν δεν προκαλεί δυσκολίες, αλλά μπορεί να επιβαρύνει. Συχνά, πιέζουμε τα παιδιά να μάθουν τα αγγλικά από πολύ μικρή ηλικία. Αν ένα παιδί έχει προδιάθεση, σε δίγλωσσο περιβάλλον δυσκολεύεται παραπάνω.

Τα ακουστικά ερεθίσματα που προσφέρουμε στα παιδιά είναι περιορισμένα, δεν διαβάζουμε τόσα παραμύθια, δεν βγαίνουμε συχνά έξω για παιχνίδι, δεν παίζουμε μαζί τους. Δεν μπορείς να αποφύγεις τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών, αλλά τελικά δεν παίζει ρόλο μόνο το πόση ώρα θα βρίσκεται ένα παιδί μπροστά σε οθόνη, αλλά και η ποιότητα αυτού που καταναλώνει.

Κάτι ακόμη που συντελεί στην αύξηση επικοινωνιακών διαταραχών, είναι η ηλικία των γονέων, όσο πιο μεγάλοι οι γονείς τόσο πιο αυξημένα τα ποσοστά να υπάρχει κάποια δυσκολία, ή σύνδρομο. Γνωρίζαμε για την ηλικία των μαμάδων, ότι σχετίζονται με τα ποσοστά εμφάνισης διαφόρων συνδρόμων, αλλά πλέον, γνωρίζουμε ότι εξίσου σημαντική είναι η ηλικία των μπαμπάδων, τουλάχιστον όσον αφορά το φάσμα του αυτισμού.

Υπήρχαν πάντοτε περιστατικά, αλλά δεν τα αναγνωρίζαμε. Δίναμε πολλούς χαρακτηρισμούς, για παράδειγμα σε δυσλεξικά παιδιά ότι είναι «τεμπέλικα» ή απλώς ότι «δεν παίρνουν τα γράμματα». Όμως, πλέον, υπάρχει επιμόρφωση – η πρώτη εντόπιση γίνεται στο σχολικό περιβάλλον, οι περισσότεροι βρεφονηπιοκόμοι είναι εκπαιδευμένοι στην ειδική αγωγή, ακόμη και μια μικρή δυσκολία την αναφέρουν στους γονείς για να υπάρξει πρόληψη.

[Δημοσιεύτηκε στον ΠΑΛΜΟ, 4 Ιανουαρίου 2025]

Κύλιση στην κορυφή